- Αὐτόμαται
- Αὐτομάτηfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτόμαται — αὐτόματος acting of one s own will fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόματ' — Αὐτόμαται , Αὐτομάτη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανίτις — κυανῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ῖτις (πρβλ. βαλαν ῖτις, καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek
περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
αὐτόματ' — αὐτόματα , αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl αὐτόματα , αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl αὐτόματε , αὐτόματος acting of one s own will masc voc sg αὐτόματε , αὐτόματος acting of one s own will masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)